- βατίστα
- βατίστα, η και μπατίστα, η(λ. ιταλ.), πολύ λεπτό και πυκνό λινό ύφασμα που χρησιμοποιείται στην κατασκευή των λευκών ειδών του σπιτιού: Το σεντόνι αυτό είναι φτιαγμένο από εξαιρετική βατίστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.